- λινόδετος
- λῐνό-δετος, ον, ([etym.] δέω)A bound with flaxen cords,
χαλινοί E.IT1043
; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλινοί E.IT1043
; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινόδετος — η, ο (Α λινόδετος, ον) δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῡς χαλινοῑς λινοδέτοις ὁρμεῑ σέθεν», Ευρ.) νεοελλ. (για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δετος (< δέω), πρβλ. νευρό δετος, ταυρό δετος] … Dictionary of Greek
λινόδετον — λινόδετος bound with flaxen cords masc/fem acc sg λινόδετος bound with flaxen cords neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοδέτοις — λινόδετος bound with flaxen cords masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λινόδεσμος — λινόδεσμος, ον (Α) λινόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)] … Dictionary of Greek
λινοδέτωι — λινοδέτῳ , λινόδετος bound with flaxen cords masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)